- δυσπολιόρκητος
- δυσπολιόρκητοςhard to take by siegemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσπολιόρκητος — η, ο (AM δυσπολιόρκητος, ον) 1. αυτός που δύσκολα κυριεύεται με πολιορκία 2. αυτός που δύσκολα πολιορκείται 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσπολιόρκητον η δυσκολία για άλωση με πολιορκία … Dictionary of Greek
δυσπολιορκητότερον — δυσπολιόρκητος hard to take by siege adverbial comp δυσπολιόρκητος hard to take by siege masc acc comp sg δυσπολιόρκητος hard to take by siege neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπολιόρκητον — δυσπολιόρκητος hard to take by siege masc/fem acc sg δυσπολιόρκητος hard to take by siege neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)